- τελείους
- τέλειοςperfectmasc acc plτελειόωmake perfectimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καθαροί — Ονομασία πολυάριθμων αιρετικών ομάδων του χριστιανισμού που εμφανίστηκαν τον 11o αι. σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και βόρεια Ιταλία). Οι αρχές της αίρεσης ανάγονται στον 10o αι. με κέντρο τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Κ … Dictionary of Greek
Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… … Wikipedia
несъвьршеныи — (65) пр. 1.Не свободный от недостатков, несовершенный: зѣло бо гнѹшаѥтьсѧ б҃ъ нечистыхъ мыслии. паче же ражающаго ˫а ср҃дца… да ѥлико плода несъвьршена. не прииметь ѡтъ рѹкы твоѥ˫а. кольми паче мл҃твѹ мѹтьнѹ и неродимѹ. (ἐξίτηλον) СбТр XII/XIII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CANDIDATI — I. CANDIDATI Graecis λευχείμονες, dignitas Palatina aeque ac militaris fuit, instituta a Gordiano Seniore. Hic enim selectos e Scholarium classe quosdam, ex iis, quos staturae proceritas ac forma commendaret, in peculiarem Scholam seu cohortem… … Hofmann J. Lexicon universale
PYTHAULES — apud Vopisc. in Carino, c. 19. Exhibuit centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam centum Pythaulas, Pantominos etc. ἀπὸ τῶν Πυθίων, dictus est, qui Pythia scil. cantabat et pythicas tibias inflabat.… … Hofmann J. Lexicon universale
Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
κυπρίτης — Ορυκτό του χαλκού (Cu2O). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και οι πιο διαδεδομένες μορφές κρυστάλλων του είναι ο κύβος και το oκτάεδρο. Ο κ. αποτελεί σημαντική πηγή χαλκού ενώ, όταν αναπτύσσει τέλειους κρυστάλλους, έχει αξία ως ημιπολύτιμος… … Dictionary of Greek
συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… … Dictionary of Greek
τελειογονώ — και τελεογονῶ, έω, ΜΑ [τελειογόνος] (για φυτά) παράγω τέλειους καρπούς, δένω τον καρπό μου (α. «ἀνθέων πρὶν τελειογονῆσας διαρρεόντων», Ευσ. β. «ἡ μηλέα τελεογονεῑ καὶ εκπέττει», Θεόφρ.) αρχ. μέσ. τελειογονοῡμαι, έομαι γεννιέμαι τέλειος,… … Dictionary of Greek